- ἔρεισμα
- ἔρεισμα met.,1 bulwark
Θήρωνα ἔρεισμ' Ἀκράγαντος O. 2.6
Ἑλλάδος ἔρεισμα, κλειναὶ Ἀθᾶναι fr. 76. 2.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Θήρωνα ἔρεισμ' Ἀκράγαντος O. 2.6
Ἑλλάδος ἔρεισμα, κλειναὶ Ἀθᾶναι fr. 76. 2.Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἔρεισμα — prop neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρεισμα — το (AM ἔρεισμα) [ερείδω] 1. υποστήριγμα, ακουμπιστήρι, αποκούμπι 2. μτφ. α) αυτό στο οποίο βασίζεται κάποιος («Ἑλλάδος ἔρεισμα, κλειναὶ Ἀθᾱναι») β) (για ανθρώπους) αυτός ο οποίος παρέχει εγγυήσεις ασφαλείας, το στήριγμα, ο στύλος, ο προστάτης… … Dictionary of Greek
έρεισμα — το, ατος 1. αυτό με το οποίο ή στο οποίο στηρίζεται κανείς, υποστήριγμα. 2. αληθινή ή δίκαια βάση επιχειρημάτων, απόψεων ή πράξεων: Η πράξη του δεν έχει ηθικό έρεισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἔρεισμ' — ἔρεισμα , ἔρεισμα prop neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρεισμάτων — ἔρεισμα prop neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρείσμασι — ἔρεισμα prop neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρείσμασιν — ἔρεισμα prop neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρείσματα — ἔρεισμα prop neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρείσματι — ἔρεισμα prop neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρείσματος — ἔρεισμα prop neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρείσμαθ' — ἐρείσματα , ἔρεισμα prop neut nom/voc/acc pl ἐρείσματι , ἔρεισμα prop neut dat sg ἐρείσματε , ἔρεισμα prop neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)